συμποσιαστικός

συμποσιαστικός
-ή, -όν, Μ [συμποσιαστής]
αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά τη διάρκεια συμποσίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”